- ἔχιον
- ἔχιονEchium plantagineumneut nom/voc/acc sgχάωimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)χάωimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
Ἐχίον — Ἐχίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔχιον — Ἔχιος masc acc sg Ἐχίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίοιο — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίου — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg χιόω mark with a imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίων — ἔχιον Echium plantagineum neut gen pl ἔχις viper masc gen pl (epic doric ionic aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχια — ἔχιον Echium plantagineum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] … Dictionary of Greek
αλκιβιάδειον — ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) [Ἀλκιβιάδης] ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο … Dictionary of Greek
εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο … Dictionary of Greek